novice
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
novice | novices |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]novice (en)
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]novice (fr)
ενικός | πληθυντικός |
novice | novices |
novice (en)
novice (fr)