noviciat
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
noviciat (fr) αρσενικό
- περίοδος κατά την οποία ένας νέος μοναχός παραμένει δόκιμος προτού γίνει κανονικά δεκτός σε ένα μοναστήρι
- τμήμα του μοναστηριού όπου στεγάζονται οι δόκιμοι μοναχοί