noviciat

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

noviciat (fr) αρσενικό

  1. περίοδος κατά την οποία ένας νέος μοναχός παραμένει δόκιμος προτού γίνει κανονικά δεκτός σε ένα μοναστήρι
  2. τμήμα του μοναστηριού όπου στεγάζονται οι δόκιμοι μοναχοί