nucléaire
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
nucléaire | nucléaires |
nucléaire (fr)
ενικός | πληθυντικός |
nucléaire | nucléaires |
nucléaire (fr)