Μετάβαση στο περιεχόμενο

nucléaire

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
nucléaire < λατινική nucleus

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ny.kle.ɛʁ/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
nucléaire nucléaires

nucléaire (fr)

Σύνθετα

[επεξεργασία]