nudism
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]nudism (en)
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία] κλίση του nudism
| γένος ουδέτερο | κάτι που δεν μετριέται |
|---|---|
| ονομαστική/αιτιατική (χωρίς άρθρο) |
nudism |
| ονομαστική/αιτιατική (με οριστικό άρθρο) |
nudismul |
| γενική/δοτική (με οριστικό άρθρο) |
nudismului |
nudism (ro) ουδέτερο