nuire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /nɥiʁ/
 

Ρήμα[επεξεργασία]

nuire (fr)

  • βλάπτω
    fumer nuit gravement à la santé - το κάπνισμα βλάπτει βαριά την υγεία