nuisance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

nuisance (en)

  1. η ενόχληση, ο μπελάς, η σκοτούρα


Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
nuisance nuisances

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

nuisance (fr) θηλυκό

  1. η ενόχληση
    nuisance sonore - ηχητική ενόχληση