nuisance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
nuisance (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
nuisance | nuisances |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
nuisance (fr) θηλυκό
- η ενόχληση
- nuisance sonore - ηχητική ενόχληση