numismatique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ny.mi.mas.tik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
numismatique | numismatiques |
numismatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
numismatique (fr) θηλυκό
- η νομισματική επιστήμη