nurse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
nurse (en)
- τροφός, παραμάνα, νταντά, τιθήνη
- They hired a nurse to care for their young boy
- νοσοκόμα, νοσοκόμος, νοσηλεύτρια, νοσηλευτής
- The nurse made her rounds through the hospital ward
Ρήμα[επεξεργασία]
nurse (en)
- (μεταβατικό) θηλάζω (ένα παιδί)
- She believes that nursing her baby will make him strong and healthy.
- ≈ συνώνυμα: breast feed, suckle
- (μεταβατικό) νοσηλεύω, φροντίζω κάποιον άρρωστο
- She nursed him back to health.
- (μεταβατικό) φροντίζω κάποιον με μεγάλη προσοχή
- She nursed the rosebush and that season it bloomed.