nurse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

nurse < απώτατη αρχή, η λατινική nutricius < nutrix < nutrire

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /nɜːs/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /nəɻs/ (ΗΠΑ)
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
nurse nurses

nurse (en)

  1. (επάγγελμα) η παραμάνα, η νταντά
    They hired a nurse to care for their young boy
    λείπει η μετάφραση
     συνώνυμα: nanny
  2. (επάγγελμα) η νοσοκόμα/ο νοσοκόμος, η νοσηλεύτρια/ο νοσηλευτής
    The nurse made her rounds through the hospital ward
    λείπει η μετάφραση
  3. (παρωχημένο) η τροφός, γυναίκα που θηλάζει μωρό που δεν είναι δικό της
     συνώνυμα: wet nurse

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας nurse
γ΄ ενικό ενεστώτα nurses
αόριστος nursed
παθητική μετοχή nursed
ενεργητική μετοχή nursing

nurse (en) (μεταβατικό)

  1. θηλάζω (ένα παιδί)
    It is time I nurse the child.
    Είναι ώρα να θηλάσω το παιδί.
     συνώνυμα: breast feed, suckle
  2. νοσηλεύω, φροντίζω κάποιον άρρωστο
    She nursed him back to health.
    Τον φρόντισε κι έγινε καλά.

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]