nutraĵo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nutraĵo | nutraĵoj |
αιτιατική | nutraĵon | nutraĵojn |
nutraĵo (eo)
- το τρόφιμο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nutraĵo | nutraĵoj |
αιτιατική | nutraĵon | nutraĵojn |
nutraĵo (eo)