nutzen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]nutzen (de)
- (αμετάβατο) χρησιμεύω
- (μεταβατικό) εκμεταλλεύομαι, κερδίζω κάτι από
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- es nutzt nichts: δεν κάνει τίποτα, δεν χρησιμεύει σε τίποτα
- was nutzt es?: για ποιο λόγο;