ołów
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ołów (pl) αρσενικό
- (χημεία) το χημικό στοιχείο: μόλυβδος