ołówek
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ołówek < υποκοριστικό από τη λέξη ołów
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ołówek (pl) αρσενικό
- το μολύβι (αντικείμενο που χρησιμοποιείται για γραφή)