ołówek

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ołówek < υποκοριστικό από τη λέξη ołów

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɔˈwuvɛk/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ołówek (pl) αρσενικό

  • το μολύβι (αντικείμενο που χρησιμοποιείται για γραφή)

Συγγενικά[επεξεργασία]