ołówek
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ołówek < υποκοριστικό από τη λέξη ołów
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ołówek (pl) αρσενικό
- το μολύβι (αντικείμενο που χρησιμοποιείται για γραφή)