oaza
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βοσνιακά (bs)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
oaza (bs)
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | oaza | oazy |
γενική | oazy | oaz |
δοτική | oazie | oazom |
αιτιατική | oazę | oazy |
οργανική | oazą | oazami |
τοπική | oazie | oazach |
κλητική | oazo | oazy |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
oaza (pl) θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σερβικά (sr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
oaza (sr)
- λατινική γραφή του оаза