obecność
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | obecność | obecności |
γενική | obecności | obecności |
δοτική | obecności | obecnościom |
αιτιατική | obecność | obecności |
οργανική | obecnością | obecnościami |
τοπική | obecności | obecnościach |
κλητική | obecności | obecności |
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɔˈbɛt͡s̑nɔɕʨ̑/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]obecność (pl) θηλυκό