obicei

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

obicei (ro) ουδέτερο

  1. συνήθεια
  2. έθιμο

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • că de obicei: ως συνήθως