object
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
object | objects |
object (en)
- το αντικείμενο
- (πληροφορική) γενική έννοια, αντικείμενο, οντότητα
- (πληροφορική) αντικείμενο, σύνθετος τύπος δεδομένων (data type) που μπορεί να περιέχει αρχέγονες μεταβλητές (primitive), άλλα αντικείμενα και δείκτες συναρτήσεων (function pointers) ή και μεθόδους (methods)
- (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) αντικείμενο, εν συντομία το class object
- ≈ συνώνυμα: class object, class instance, instance
- δείτε επίσης: Object στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]πληροφορική:
- class object
- Component Object Model (COM)
- first-class object
- object-based
- object code
- object-oriented
- object-oriented programming (OOP)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | object |
γ΄ ενικό ενεστώτα | objects |
αόριστος | objected |
παθητική μετοχή | objected |
ενεργητική μετοχή | objecting |
object (en)
- έχω αντίρρηση, αντιτίθεμαι
- ⮡ I don’t object to you coming with us.
- Δεν έχω αντίρρηση να 'ρθεις μαζί μας.
- ⮡ I don’t object to you coming with us.