objectif

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

ο φακός φωτογραφικής μηχανής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
objectif objectifs

objectif (fr) αρσενικό

  1. ο φακός μιας φωτογραφικής μηχανής
  2. o στόχος, ο σκοπός


Σύνθετα[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό objectif objectifs
θηλυκό objective objectives

objectif (fr)