Μετάβαση στο περιεχόμενο

objectivité

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɔb.ʒɛk.ti.vi.te/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
objectivité objectivités

objectivité (fr) θηλυκό