obligation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
obligation (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
obligation | obligations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
obligation (fr) θηλυκό
- η υποχρέωση, η υποχρεωτικότητα
- (οικονομία) το ομόλογο
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη obliger