Μετάβαση στο περιεχόμενο

obligeance

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
obligeance obligeances

obligeance (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη obliger