obligeant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | obligeant | obligeants |
θηλυκό | obligeante | obligeantes |
Επίθετο[επεξεργασία]
obligeant (fr)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη obliger