oblong
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]oblong (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | oblong | oblongs |
θηλυκό | oblongue | oblongues |
oblong (fr)
- μακρόστενος, στενόμακρος
- λιγότερο ψηλός παρά φαρδύς