obraz

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Βοσνιακά (bs)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

obraz (bs)



Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈɔbras/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

obraz (pl) αρσενικό

  1. (μαθηματικά), (πληροφορική), (κοινά) η εικόνα
    przedstawił typowe błędy, negatywnie wpływające na jakość obrazu - μας παρουσίασε τυπικά σφάλματα που έχουν αρνητική επίδραση στην ποιότητα της εικόνας
    wczoraj namalowalem obraz
  2. ο πίνακας (ζωγραφικής)
  3. (φυσική) το είδωλο

Συγγενικά[επεξεργασία]



Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

obraz (cs) αρσενικό