obreptice

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
obreptice obreptices

Επίθετο[επεξεργασία]

obreptice (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Διαφέρει από το subreptice: « δόλιος, που αποκτάται με ψευδή δήλωση ».

Συγγενικά[επεξεργασία]