obreptice
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
obreptice | obreptices |
Επίθετο[επεξεργασία]
obreptice (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Διαφέρει από το subreptice: « δόλιος, που αποκτάται με ψευδή δήλωση ».