obsolescence
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]obsolescence (en)
- απαξίωση, φθορά (κατά λέξη παλαίωση, απώλεια)
- απαρχαίωση, μη συμβατότητα με την σύγχρονη εποχή ή τεχνολογία
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- planned obsolescence : προγραμματισμένη φθορά, προγραμματισμένη απαξίωση (για προϊόντα που σχεδιάζονται επί τούτου να έχουν μικρή διάρκεια ζωής ώστε να αυξάνεται η κατανάλωση)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]obsolescence (fr) θηλυκό
- η βαθμιαία αχρήστευση ενός αντικειμένου, όχι λόγω της τακτικής χρήσης του αλλά λόγω της τεχνικής προόδου, των συνηθειών των ανθρώπων, της μόδας και άλλων παραμέτρων ανεξαρτήτων του ίδιου του αντικειμένου