Μετάβαση στο περιεχόμενο

obsolescence

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

obsolescence (en)

  1. απαξίωση, φθορά (κατά λέξη παλαίωση, απώλεια)
  2. απαρχαίωση, μη συμβατότητα με την σύγχρονη εποχή ή τεχνολογία

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • planned obsolescence : προγραμματισμένη φθορά, προγραμματισμένη απαξίωση (για προϊόντα που σχεδιάζονται επί τούτου να έχουν μικρή διάρκεια ζωής ώστε να αυξάνεται η κατανάλωση)


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

obsolescence (fr) θηλυκό

  1. η βαθμιαία αχρήστευση ενός αντικειμένου, όχι λόγω της τακτικής χρήσης του αλλά λόγω της τεχνικής προόδου, των συνηθειών των ανθρώπων, της μόδας και άλλων παραμέτρων ανεξαρτήτων του ίδιου του αντικειμένου

Συγγενικά

[επεξεργασία]