obstinate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

obstinate < (κληρονομημένο) μέση αγγλική obstinate, obstinat < λατινική obstinātus παθητική μετοχή του obstinō[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈɒb.stɪ.nət/ & /ˈɒb.stɪ.nɪt/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˈɑb.stə.nət/ & /ˈɑb.stə.nɪt/ (ΗΠΑ)
 

Επίθετο[επεξεργασία]

obstinate (en)

  1. πεισματάρης
    my obstinent neighbours refused to leave the house even when ordered by the police
    οι πεισματάρηδες γείτονές μου αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν το σπίτι ακόμη και όταν τους διέταξε η αστυνομία
     συνώνυμα: bloody-minded, persistent, stubborn, pertinacious
  2. (για άβια αντικείμενα) ανένδοτος, ασταμάτητος
     συνώνυμα: persistent, unrelenting, inexorable

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. obstinate - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)