Μετάβαση στο περιεχόμενο

obstination

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
obstination obstinations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

obstination (fr) θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]