obstruct
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
obstruct (en)
- φράζω το δρόμο κάποιου με κάποιο εμπόδιο
- (μεταφορικά) εμποδίζω
- μπαίνω μπροστά από κάτι και το κρύβω