océanologique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
océanologique | océanologiques |
Επίθετο[επεξεργασία]
océanologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
océanologique | océanologiques |
océanologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό