occasional
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]occasional (en) (χωρίς παραθετικά)
- περιστασιακός
- ⮡ occasional smoking - περιστασιακό κάπνισμα
occasional (en) (χωρίς παραθετικά)