occlusive
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
occlusive | occlusives |
occlusive (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
occlusive | occlusives |
occlusive (fr) θηλυκό