Μετάβαση στο περιεχόμενο

occlusive

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
occlusive θηλυκό του occlusif

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɔ.kly.ziv/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
occlusive occlusives

occlusive (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]