occupazione
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
occupazione (it)
- κατάληψη, κατοχή
- απασχόληση (και επάγγελμα)
- (νομική) νομή