ocet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ocet (pl) αρσενικό
- το ξίδι
Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ocet (cs) αρσενικό
- το ξίδι