oculus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
oculus (la)
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
oculus (en)
- 3d (τρισδιάστατης απεικόνισης) γυαλιά (συνήθως αδιαφανή σε σχέση με τον εξωτερικό χώρο όμως στο μέλλον θα σχεδιαστούν υβριδικά μοντέλα)
- (αρχιτεκτονική) κυκλικό παράθυρο
- (οφθαλμολογία) μάτι