odontólogo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
odontólogo (pt) < από το odontologia
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
odontólogo | odontólogos |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
odontólogo (pt) ( & dentista & odontologista)