odyssée
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- odyssée < Odyssée
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
odyssée (fr) θηλυκό
- ταξίδι γεμάτο περιπέτειες
- (μεταφορικά) λέγεται για μια ζωή γεμάτη περιπέτειες και απρόοπτα περιστατικά