odyssée

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Odyssée

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

odyssée < Odyssée

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɔ.di.se/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

odyssée (fr) θηλυκό

  1. ταξίδι γεμάτο περιπέτειες
  2. (μεταφορικά) λέγεται για μια ζωή γεμάτη περιπέτειες και απρόοπτα περιστατικά

Δείτε επίσης[επεξεργασία]