oestrus

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

oestrus < λατινική oestrus < αρχαία ελληνική οἶστρος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

oestrus (en)

  1. ο οίστρος (έντομο)
  2. ο οίστρος (σε σχέση με την ωορρηξία)