of course
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Έκφραση
[επεξεργασία]of course (en)
- μάλιστα, βέβαια, φυσικά, σίγουρα, χρησιμοποιείται για να τονίσει ότι αυτό που λέω είναι αλήθεια (και course με ανεπίσημο τρόπο)
- ⮡ -“Are you ready?” -“Of course.”
- -«Είστε έτοιμοι;» -«Μάλιστα.»
- ⮡ -“Will you help me?” -“Of course (I will)!”
- -«Θα με βοηθήσεις;» -«Βεβαίως!»
- ⮡ Of course we’ll go together.
- Φυσικά θα πάμε μαζί.
- ⮡ -“Will you come?” -“Of course!”
- «Θα έρθεις;» -«Σίγουρα!»
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις definitely και yes
- ⮡ -“Are you ready?” -“Of course.”
- χρησιμοποιείται ως ένας ευγενικός τρόπος να δώσω σε κάποιον την άδεια να κάνει κάτι (και course με ανεπίσημο τρόπο)
- βέβαια, χρησιμοποιείται ως ένας ευγενικός τρόπος να συμφωνήσω με αυτό που μόλις είπε κάποιος
- ⮡ Of course, with pleasure!
- Βεβαίως, μετά χαράς!
- ⮡ Of course, with pleasure!
- φυσικά, χρησιμοποιείται για να δείξει ότι αυτό που λέω δεν προκαλεί έκπληξη ή είναι γενικά γνωστό ή αποδεκτό
Πηγές
[επεξεργασία]- course (idioms): of course - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 162. ISBN 9780194325684., λήμμα: βέβαια