of course
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
of course (en)
- βέβαια, βεβαίως, φυσικά, σίγουρα
- ↪ Of course, with pleasure!
- Βεβαίως, μετά χαράς!
- ↪ Football players player football, of course.
- Οι ποδοσφαιριστές παίζουν ποδόσφαιρο, φυσικά.
- ↪ Of course, with pleasure!