ofensivo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ofensivo | ofensivoj |
αιτιατική | ofensivon | ofensivojn |
ofensivo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ofensivo | ofensivoj |
αιτιατική | ofensivon | ofensivojn |
ofensivo (eo)