officine
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
officine | officines |
officine (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) το εργαστήρι, το μαγαζί
- ο τόπος παρασκευής
ενικός | πληθυντικός |
officine | officines |
officine (fr) θηλυκό