officium
Εμφάνιση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]officium (la)
- υπηρεσία, βοήθεια (ενέργεια ή πράξη που γίνεται προς όφελος άλλου, με φιλικό ή εξυπηρετικό χαρακτήρα
- πράξη κοινωνικής ή τελετουργικής φύσης, δείγμα σεβασμού ή ευγένειας 
- καθήκον, υποχρέωση
- γραφείο, θέση, υπηρεσία
Κλίση
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- officium - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.