offshore

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: off-shore, off shore

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

offshore < off- + shore

Επίθετο[επεξεργασία]

offshore (en) (χωρίς παραθετικά, συνήθως πριν από το ουσιαστικό)

  1. παράκτιος, που συμβαίνει ή υπάρχει στη θάλασσα άλλα σε μικρή απόσταση από την ακτή
    offshore islands - παράκτια νησιά
    offshore fishing - παράκτια αλιεία
  2. απόγειος, για ανέμους που πνέουν από τη στεριά προς τη θάλασσα
    an offshore breeze - απόγειος αύρα
     αντώνυμα: onshore

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

offshore < άμεσο δάνειο από την αγγλική offshore

Επίθετο[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
offshore offshore

offshore (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που βρίσκεται μακριά από τις ακτές, υπεράκτιος
  2. (οικονομία) που δραστηριοποιείται σε χώρα διαφορετική από την δική του για να επωφελείται από καλύτερες φορολογικές, τραπεζικές, κ.α. συνθήκες

Άλλες γραφές[επεξεργασία]