offshore
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
offshore (en) (χωρίς παραθετικά, συνήθως πριν από το ουσιαστικό)
- παράκτιος, που συμβαίνει ή υπάρχει στη θάλασσα άλλα σε μικρή απόσταση από την ακτή
- ↪ offshore islands - παράκτια νησιά
- ↪ offshore fishing - παράκτια αλιεία
- απόγειος, για ανέμους που πνέουν από τη στεριά προς τη θάλασσα
Πηγές[επεξεργασία]
- offshore - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 657. ISBN 9780194325684., λήμμα: παράκτιος
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- offshore < άμεσο δάνειο από την αγγλική offshore
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
offshore | offshore |
offshore (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που βρίσκεται μακριά από τις ακτές, υπεράκτιος
- (οικονομία) που δραστηριοποιείται σε χώρα διαφορετική από την δική του για να επωφελείται από καλύτερες φορολογικές, τραπεζικές, κ.α. συνθήκες