oficiala
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | oficiala | oficialaj |
αιτιατική | oficialan | oficialajn |
oficiala (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | oficiala | oficialaj |
αιτιατική | oficialan | oficialajn |
oficiala (eo)