okaze

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

okaze < okaz- + -e

Επίρρημα[επεξεργασία]

okaze (eo)

  1. okaze de: κατά τη διάρκεια
    ili estis arestitaj okaze de manifestacio por la rajtoj de la homoj
    συνελήφθησαν κατά τη διάρκεια διαδήλωσης για τα ανθρώπινα δικαιώματα
  2. okaze ke: στην περίπτωση που
    okaze ke vi ne estus informitaj... - στην περίπτωση που δεν θα είχατε πληροφορηθεί...