okres
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
okres < πρωτοσλαβική *окрьсть (γύρω από)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
okres (pl) αρσενικό
- η περίοδος
- χρονικό διάστημα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά
- η έμμηνος ρύση
- (μαθηματικά), (φυσική) περίοδος
[επεξεργασία]
Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
okres < πρωτοσλαβική *окрьсть (γύρω από)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
okres (cs) αρσενικό