olandese
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
olandese | olandesi |
Επίθετο
[επεξεργασία]olandese (it)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]olandese (it)
ενικός | πληθυντικός |
olandese | olandesi |
olandese (it)
olandese (it)