oldulo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | oldulo | olduloj |
αιτιατική | oldulon | oldulojn |
oldulo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | oldulo | olduloj |
αιτιατική | oldulon | oldulojn |
oldulo (eo)