olivétain
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
olivétain | olivétains |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
olivétain (fr) αρσενικό
- (θρησκεία) βενεδικτίνος μοναχός της τάξης του Mont-Olivet
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη olive