olive oil
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]- το ελαιόλαδο
- ⮡ Drizzle a little bit of olive oil over the salad.
- Ρίξτε λίγο ελαιόλαδο πάνω στη σαλάτα.
- ⮡ Drizzle a little bit of olive oil over the salad.