olivine
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- olivine < olive
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
olivine | olivines |
olivine (fr) θηλυκό
- ημιπολύτιμος λίθος με κιτρινοπράσινο χρώμα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη olive